Χρησιμοποιώ τον όρο «ώριμος μαθητής», για δύο λόγους ο ένας λόγω της ηλικίας μου, είμαι 50 χρονών και ο δεύτερος λόγω της ωριμότητας που απέκτησα ερασιτεχνικά ασχολούμενος με τις πολεμικές τέχνες για αρκετά χρόνια.
Μετά από 8 ερασιτεχνικά χρόνια JUDO στα 28 μου, σταμάτησα κάθε επαφή με τις πολεμικές τέχνες για 15 χρόνια και επακολούθησε μία απογοητευτική εμπειρία όταν διαπίστωσα πως η πολεμική τέχνη που ξεκίνησε ο 8χρονος τότε γιός μου, έμοιαζε πιο πολύ με «γυμναστικές επιδείξεις».
Είχα όμως την τύχη εξ’ αυτού, να γνωρίσω το JU-JITSU και ένα πολύ καλό δάσκαλο αυτής της τέχνης. Τόσο καλό που αποφάσισα μετά από 15 χρόνια αποχής και σε ηλικία 43 χρονών να μάθω JU JITSU.
Η αλήθεια είναι πως ήταν αρκετά σκληρό και επίπονο στην αρχή ειδικά, αλλά πρέπει κανείς να κατανοεί δύο βασικά θέματα.
Το πρώτο, πως όπως δεν είναι δυνατόν να παίζεις ποδόσφαιρο χωρίς να σε κλωτσήσουν, δεν είναι δυνατόν να μάθεις πολεμική τέχνη που να μπορεί να εφαρμοστεί σε συνθήκες εμπλοκής, χωρίς να καταπονηθείς.
Δεν είναι δυνατόν να υποθέτεις ότι ο αντίπαλος σου θα πονέσει όταν δεν έχεις αγγίξει ποτέ αντίπαλο και δεν είναι δυνατόν να υποθέτεις ότι θα αντέξεις όταν δεν σε έχει αγγίξει ποτέ κανείς.
Το δεύτερο θέμα είναι, πως έχεις τη δυνατότητα να επιλέξεις πολεμική τέχνη και δάσκαλο, αλλά όταν επιλέξεις, ο δάσκαλος πρέπει να έχει τον απόλυτο σεβασμό σου και προσοχή, ειδάλλως φύγε γιατί έτσι ή αλλιώς δεν πρόκειται να μάθεις τίποτε.
Το JU JITSU από τον συγκεκριμένο δάσκαλο και με τον επίπονο τρόπο διδασκαλίας του, είναι η τέχνη που αν σέβεσαι τις αρχές της θα επιβιώσεις ακόμη και σε συνθήκες άγριας εμπλοκής, ενώ παράλληλα ανακαλύπτεις την υψηλή τεχνική και νοητική εναρμόνιση που εμπεριέχει.
Τα δύο τελευταία όμως, είναι και το μειονέκτημα της στις σύγχρονες συνθήκες ζωής που κάνουν το JU JITSU μία τέχνη για τους λίγους πραγματικούς λάτρεις της.
Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ανάγκη να γυμναστεί, λόγω της κατά τεκμήριο καθιστικής ζωής του και λόγω της αυξημένης εγκληματικότητας, του νεανικού bullying, των διαφόρων αλητοσυμμοριών κ.λ.π, έχει ανάγκη να μπορεί να αμύνεται όταν κινδυνεύει αυτός ή τα αγαπημένα του πρόσωπα. Επιπροσθέτως, αυτά πρέπει να γίνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς υπερβολικά πολύωρη ενασχόληση.
Αυτό (για άλλους όμως λόγους) κατανόησαν πολλά χρόνια πριν οι πρώτοι δάσκαλοι του COMBATIVES, και αυτό (επιτέλους) αποφάσισε να διδάξει ο δάσκαλος μου, έχοντας ο ίδιος διδαχθεί από μία από τις μεγαλύτερες μορφές της συγκεκριμένης τέχνης και του ju jitsu, το Νοτιοαφρικανό Mickey Davidow.
Σαν λάτρης της υψηλής τεχνικής του JU JITSU η αλήθεια είναι πως το COMBATIVES υπολείπεται κατά πολύ και με στενοχωρεί γι’ αυτό, πρέπει όμως να ομολογήσω πως μέσα σε λίγους μήνες ένας μαθητής combatives, γίνεται ένας υπολογίσιμος αντίπαλος. Αυτό βέβαια είναι το λιγότερο, το σημαντικό είναι, πως ξέρει πραγματικά να προστατευτεί σε πραγματικές συνθήκες. Όχι στη φαντασία του και στα λόγια, αλλά στην πράξη. Για την ακρίβεια δε βρίσκω τίποτε όμορφο στο combatives αλλά δεν μπορώ να μην παραδεχθώ πως είναι απόλυτα αποτελεσματικό και αυτό άλλωστε είναι το ζητούμενο.
Μία ειδοποιός διαφορά του combatives από άλλα συστήματα αυτοάμυνας είναι πως δεν μαθαίνεις αντίδραση σε στημένες επιθέσεις. Αν δηλαδή ο αντίπαλος κάνει το Χ κάνεις το Ψ κ.λ.π. Μαθαίνεις μία στιβαρή μεθοδολογία και απλή τεχνική που είναι όμως αρκετά ευέλικτη για να αντιμετωπίσεις τις περισσότερες καταστάσεις.
Το γνωστό ρητό «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση» αν και κατά τις διδαχές του δσκάλου νομικά άστοχο, παίζει έναν σημαντικό ρόλο, στη λογική του combatives. Στην άμυνα οι επιλογές είναι περιορισμένες είτε αποκρούεις είτε αποφεύγεις. Όμως στην επίθεση διαλέγεις στόχο, επιλέγεις τρόπο, επιλέγεις χρόνο, ροή, κίνηση αιφνιδιάζεις και καταλύεις την κατά τεκμήριο ψυχολογική υπεροχή του επιτιθέμενου.
Το Combatives είναι απόλυτα προσαρμόσιμο στον σωματότυπο και ηλικία του καθένα. Στα πενήντα μου δεν είναι δυνατόν να έχω τις αντοχές και δυνατότητες ενός εικοσάχρονου, ένας σχετικά παχύς άνθρωπος δεν μπορεί να κινηθεί πολύ γρήγορα, μία γυναίκα συνήθως δεν έχει τη δύναμη ενός άντρα. Οι επιλογές που προσφέρει το συγκεκριμένο σύστημα είναι αρκετές για να επιλέξει κανείς αυτές που ταιριάζουν στον σωματότυπο του, αλλά και στον σωματότυπο του αντιπάλου, γιατί προφανώς αλλιώς αντιμετωπίζεται ένας αντίπαλος 80kg και αλλιώς ένας αντίπαλος 110kg.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω σε όποιους διαβάσουν αυτό το άρθρο, πως οι ταινίες είναι ταινίες και η πραγματικότητα εντελώς διαφορετική. Στις ταινίες κανείς δεν πεθαίνει, κανείς δε βιάζεται, ούτε τραυματίζεται. Στις ταινίες τα μαχαίρια δεν κόβουν, οι σφαίρες δεν σκοτώνουν και οι εμπλοκές κρατάνε «ώρες». Στην πραγματική ζωή συμβαίνουν ακριβώς τα αντίθετα. Εάν λοιπόν προτίθεται κανείς να μάθει να αυτοπροστατεύεται πρέπει να ξεχάσει τα παραμύθια και να το κάνει με απόλυτη σοβαρότητα, ειδάλλως κινδυνεύει να βρεθεί σ’ ένα νοσοκομείο και να αναρωτιέται τι δεν πήγε καλά, αλλά τότε ίσως είναι πολύ αργά.