και η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου
Η Ελλάδα κατακλύστηκε από τις δυνάμεις του Άξονα μετά από μια απελπισμένη άμυνα που διήρκησε αρκετούς μήνες. Στον απόηχο, η Βρετανική Μυστική Υπηρεσία (SIS) και μια άλλη Υπηρεσία, η SIME (οργάνωση που ανέλυε πληροφορίες για κατασκοπεία και ανατρεπτική δράση των οργανώσεων από όλη τη νότια Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή), αποθάρρυναν απόπειρες δολιοφθοράς ή αντίστασης, καθώς αυτό θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις σχέσεις με την μέχρι τότε ουδέτερη Τουρκία.
Η Τουρκία παρέμεινε ουδέτερη μέχρι τον τελικά στάδια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Διατήρησε μια ίση απόσταση μεταξύ των δύο, Άξονα και Συμμάχων. Τον Φεβρουάριο του 1945, εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων κατά της Γερμανίας και της Ιαπωνίας δύο μήνες πριν το τέλος του. Ο πόλεμος στην Ευρώπη τελείωσε στις 8 Μαΐου 1945.
Όμως το SOE (Special Operations Executive – Γ.Ε.Ε. Γραφείο Ειδικών Επιχειρήσεων) διατήρησε επαφές με τις ομάδες αντίστασης στην Κρήτη. Ένας πράκτορας, με την κωδικό ονομασία «Οδυσσέας», (πρώην λαθρέμπορος καπνού), προσπάθησε να επικοινωνήσει με πιθανές ομάδες αντίστασης στην Ελλάδα. Ανέφερε ότι καμία ομάδα δεν ήταν προετοιμασμένη να συνεργαστεί με την αυτοεξόριστη βασιλική κυβέρνηση στο Κάιρο.
Στα τέλη του 1942, με προτροπή του Βρετανικού στρατού, το SOE πραγματοποίησε και την πρώτη επιχείρησή του στην Ελλάδα, με την κωδικό ονομασία «Επιχείρηση Χάρλινγκ» (Harling) Η επιχείρηση είχε σκοπό να διακοπεί η σιδηροδρομική γραμμή η οποία χρησιμοποιείτο για να κινηθούν τα πολεμοφόδια στη γερμανική Στρατιά Αρμάτων Αφρικής (German Panzer Army Africa) Μια αποστολή 12 ατόμων, υπό τον Συνταγματάρχη (αργότερα Ταξίαρχο) Έντι Μάγιερς (Eddie Myers) και τον Κρίστοφερ Γούντχαους (Christopher Woodhouse), ρίχτηκαν με αλεξίπτωτο στην Ελλάδα και ανακάλυψαν δύο ομάδες ανταρτών να δραστηριοποιούνται στα βουνά: τον κομμουνιστικό ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) και τον δημοκρατικό ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) Στις 25 Νοεμβρίου 1942, η ομάδα του Μάγιερς (>Myers) ανατίναξε ένα μέρος της σιδηροδρομικής γέφυρας του Γοργοποτάμου, με την υποστήριξη 150 Ελλήνων ανταρτών και από τις δύο αυτές οργανώσεις, που φρόντισαν να απασχολήσουν τους Ιταλούς που την φυλούσανε. Αυτή η δράση έκοψε τη σιδηροδρομική σύνδεση της Θεσσαλονίκης με την Αθήνα και τον Πειραιά.
Τελικά, οι σχέσεις μεταξύ των ομάδων αντίστασης και των βρετανών χάλασε. Αυτό συνέβη όταν οι Βρετανοί χρειάστηκαν για μια ακόμη φορά να καταστρέψουν τις σιδηροδρομικές επικοινωνίες σε όλη την Ελλάδα, στο πλαίσιο των προεργασιών της «Επιχείρησης Χάσκι» (Operation Husky). Η επιχείρηση αυτή είχε σαν σκοπό την εξαπάτηση του Άξονα ώστε να επιτραπεί η εισβολή των Συμμάχων στη Σικελία και όχι στην Ελλάδα. Οι αντιστασιακές ομάδες αρνήθηκαν να λάβουν μέρος, δικαίως φοβούμενοι τα γερμανικά αντίποινα εναντίον των αμάχων. Αντ’ αυτού, έξι άτομα καταδρομέων Βρετανών και Νεοζηλανδών, με επικεφαλής τον Νεοζηλανδό Αντισυνταγματάρχη Σέσιλ Έντουαρντ Μπάρνς (Cecil Edward Barnes πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα), πραγματοποίησαν την καταστροφή της γέφυρας του Ασωπού στις 21 Ιουνίου του 1943. Ακολούθησαν και δύο ακόμη απόπειρες από τον Μάικ Κάμπερλετζ (Mike Cumberlege) ώστε να καταστήσουν την Διώρυγα της Κορίνθου μη πλεύσιμη, οι οποίες κατέληξαν σε αποτυχία.
Ο ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) έλαβε την μεγαλύτερη ενίσχυση από το SOE, αλλά ο ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) εξασφάλισε πολλά όπλα όταν η Ιταλία κατέρρευσε και οι Ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Ελλάδα διαλύθηκαν. Οι ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ κατέληξαν να πολεμήσουν έναν άγριο εμφύλιο το 1943, μέχρι που η SOE μεσολάβησε για να καταφέρει μια δύσκολη ανακωχή (η συμφωνία της Πλάκας).
Μια λιγότερο γνωστή, αλλά σημαντική λειτουργία του SOE στην Ελλάδα ήταν να ενημερώνει την έδρα της στο Κάιρο για τις κινήσεις των γερμανικών στρατιωτικών αεροσκαφών που συντηρούνταν και επισκευάζονταν στις δύο πρώην Ελληνικές εγκαταστάσεις στρατιωτικών αεροσκαφών μέσα στην Αθήνα και γύρω από αυτή.
Τελικά, ο βρετανικός στρατός κατέλαβε την Αθήνα και τον Πειραιά στον απόηχο της γερμανικής αποχώρησης και πολέμησε σε μια μάχη δρόμο με δρόμο για να διώξει την ΕΛΑΣ από αυτές τις πόλεις και να επιβάλει προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Η τελευταία πράξη του SOE ήταν να εκκενώσει αρκετές εκατοντάδες άοπλους μαχητές του ΕΔΕΣ στην Κέρκυρα, για να μη σφαγιαστούν από τον ΕΛΑΣ.
Επιχείρηση Χάρλινγκ
Η «Επιχείρηση Χάρλινγκ» (Operation Harling) ήταν μια αποστολή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από το Βρετανικό SOE (Special Operations Executive – Γ.Ε.Ε. Γραφείο Ειδικών Επιχειρήσεων), σε συνεργασία με τις ομάδες της Ελληνικής Αντίστασης ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) και ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος), η οποία κατέστρεψε την βαριά φυλασσόμενη γέφυρα του Γοργοποτάμου στην Κεντρική Ελλάδα στις 25 Νοεμβρίου 1942. Αυτή ήταν μια από τις πρώτες μεγάλες ενέργειες σαμποτάζ της κατεχόμενης από τον Άξονα Ευρώπης και η αρχή μιας μόνιμης βρετανικής σχέσης με την Ελληνική Αντίσταση.
Γενικά
Η «Επιχείρηση Χάρλινγκ» επινοήθηκε στα τέλη του καλοκαιριού του 1942 ως μια προσπάθεια να ανακόψουν τη ροή των προμηθειών από την Ελλάδα προς τις γερμανικές δυνάμεις υπό τον Στρατάρχη Έρβιν Ρόμελ (Erwin Rommel) στη Βόρεια Αφρική. Για το σκοπό αυτό, το γραφείο του SOE (Special Operations Executive – Γ.Ε.Ε. Γραφείο Ειδικών Επιχειρήσεων) στο Κάιρο αποφάσισε να στείλει μια ομάδα σαμποτέρ για να κόψει τη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει την Αθήνα με τη Θεσσαλονίκη. Τρεις γέφυρες έγιναν στόχος, όλες στην περιοχή του Μπράλου: οι γέφυρες Γοργοποτάμου, Ασωπού και Παπαδιάς. Η καταστροφή της γέφυρας του Ασωπού ήταν προτιμότερη, δεδομένου ότι θα χρειαζόταν περισσότερος χρόνος για να ανοικοδομηθεί, αλλά η τελικά επιλογή θα ήταν του αρχηγού της αποστολής.
Η ομάδα θα ήταν κάτω από της εντολές του Αντισυνταγματάρχη Έντι Μάγιερς του Βασιλικού Μηχανικού Σώματος (Royal Engineers) Ήταν «ο μόνος επαγγελματικά εκπαιδευμένος Αξιωματικός Σκαπανέων στο αλεξίπτωτο – στη Μέση Ανατολή», σύμφωνα με τον δεύτερο στην ιεραρχία, Ταγματάρχη Κρίστοφερ Γούντχαους. Μετά την ολοκλήρωση της αποστολής, η βρετανική ομάδα θα εκκενωθεί, αφήνοντας μόνο τον Γούντχαους, τον Έλληνα Ανθυπολοχαγό Θέμη Μαρίνο και δύο χειριστές ασυρμάτου να καθιερώσουν μια συνεργασία με το νεοσύστατο κίνημα της Ελληνικής Αντίστασης.
Στην Ελλάδα εν τω μεταξύ, οι πρώτες προσπάθειες ένοπλης αντίστασης στην Ελληνική Μακεδονία κατεστάλησαν το καλοκαίρι του 1941 από τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους (Σύμμαχοι των Γερμανών κατά τον Β’ Π.Π.) Η άνοιξη και το καλοκαίρι του 1942, ωστόσο, είδε τη γέννηση των πρώτων ένοπλων μονάδων ανταρτών στην ορεινή ενδοχώρα της Κεντρικής Ελλάδας και την Ήπειρο. Η μεγαλύτερη ήταν ο ΕΛΑΣ, που ιδρύθηκε από την Κομμουνιστική ηγεσία του ΕΑΜ (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου) με επικεφαλή τον Άρη Βελουχιώτη. Η δεύτερη μεγαλύτερη ήταν οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ, με επικεφαλή τον Συνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα. Οι Βρετανοί αξιωματικοί της «Επιχείρησης Χάρλινγκ» (Operation Harling) είχαν άγνοια σε μεγάλο βαθμό για την πραγματικότητα της κατάστασης αυτών των ομάδων στην κατεχόμενη Ελλάδα και την ακριβή σχέση τους, όσο και για τις δυνατότητες και την πολιτική τοποθέτηση αυτών των αναδυόμενων ομάδων αντίστασης.
Η Αποστολή
Προσγείωση και επαφή με την Αντίσταση στην Ελλάδα
Η ομάδα του SOE αριθμούσε δώδεκα άνδρες και χωρίστηκε σε τρεις ομάδες των τεσσάρων έκαστη, η κάθε μία αποτελείτο από έναν ηγέτη, έναν διερμηνέα, έναν σκαπανέα και έναν ασυρματιστή. Η πρώτη ομάδα αποτελείτο από τον Αντισυνταγματάρχη Έντι Μάγιερς(Eddie Myers), αρχηγό της αποστολής και ηγέτη της ομάδας, τον Λοχαγό Ντένις Χάμσον (Denys Hamson) ως διερμηνέα, τον Λοχαγό Τομ Μπάρνς (Tom Barnes, Νεοζηλανδός) ως σκαπανέα και τον Λοχία Λεν Γουίλμοτ (Len Willmott) ως ασυρματιστή. Η δεύτερη ομάδα αποτελείτο από τους Ταγματάρχη Κρίστοφερ Γούντχαους (Christopher Woodhouse), τον Ανθυπολοχαγό Θέμη Μαρίνο, τον Υπολοχαγό Ίντερ Γκιλ (Inder Gill – μεικτής Σκωτσέζικης και Σιχ καταγωγής που αργότερα έγινε Αντιστράτηγος στον Ινδικό στρατό) και τον Λοχία Ντάγκλας Φίλιπς (Douglas Phillips). Η τρίτη ομάδα αποτελείτο από τους Ταγματάρχη Τζον Κουκ (John Cooke), τον Λοχαγό Νατ Μπάρκερ (Nat Barker), τον Λοχαγό Άρθουρ Έντμοντς (Arthur Edmonds, Νεοζηλανδός) και τον Λοχία Μάικ Κίτις (Μάικ Chittis).
Η ομάδες διανεμήθηκαν ανά τετράδα σε τρία αεροσκάφη Β-24 Liberator. Μια πρώτη προσπάθεια για να πέσουν όλοι στην Ελλάδα στις 28 Σεπτεμβρίου απέτυχε, καθώς τα προκαθορισμένα σήματα με πυρκαγιές δεν είχαν αναφτεί. Κατά την επόμενη πτήση, στις 30 Σεπτεμβρίου, οι πυρκαγιές είχαν αναφτεί και η ομάδα της «Επιχείρησης Χάρλινγκ» έπεσαν κοντά στο όρος Γκιώνα στην Κεντρική Ελλάδα. Το τρίτο αεροσκάφος δεν εντόπισε το σήμα με την φωτιά και η ομάδα του Ταγματάρχη Τζον Κουκ John Cooke) προσγειώθηκε κοντά στην βαριά φρουρούμενη πόλη του Καρπενησίου. Μάλιστα, ένα μέλος της ομάδας, προσγειώθηκε στο εσωτερικό της ίδιας της πόλης και κρύφτηκε από τους ντόπιους. Η υπόλοιπη ομάδα παρέκαμψε τα Ιταλικά στρατεύματα που τους έψαχναν, καταφεύγοντας στους λόφους, όπου πέσανε πάνω στους αντάρτες του Άρη Βελουχιώτη.
Εν τω μεταξύ, η κύρια ομάδα που κρύφτηκε από τους ντόπιους, συνεχώς μετακινούταν γύρω από την περιοχή για να αποτρέψει τη σύλληψή των μελών της από τα Ιταλικά αποσπάσματα που τους αναζητούσαν. Παράλληλα, ο Ταγματάρχης Κρίστοφερ Γούντχαους έβαλε πορεία για την πόλη της Άμφισσας για να έρθει σε επαφή με το Κάιρο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Αντισυνταγματάρχης Έντι Μάγιερς και ο Λοχαγός Ντένις Χάμσον, με επικεφαλής ντόπιο οδηγό με το όνομα «Γιάννης», ανέλαβε μια αποστολή αναγνώρισης των τριών υποψήφιων στόχων, επιλέγοντας τελικά τον Γοργοπόταμο, ο οποίος αποτελούσε την καλύτερη προοπτική επιτυχίας: η φρουρά της γέφυρας αποτελούταν από 80 Ιταλούς, άρα ήταν αρκετά μικρή και πρόσφερε καλύτερη πρόσβαση, κάλυψη και γραμμή υποχώρησης για την ομάδα.
Ο προαναφερόμενος «Γιάννης» πιθανά να ήταν ο Ιωάννης Ανδρουλάκης ή «Γιάννη ο Χειροβομβίδας», με το παρατσούκλι που του δόθηκε από τον Λι Φέρμορ (Leigh Fermor), για την συνήθειά του να κρατά μια πάντα στην τσέπη του. Εντάχθηκε στο βρετανικό στρατό, εκπαιδεύτηκε από την SOΕ και στάλθηκε στην Κρήτη για να σαμποτάρει τις αποθήκες πετρελαίου στα Πεζά με έξι άλλους Βρετανούς σαμποτέρ. Συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο το 1945 στην Κρήτη, αφέθηκε ελεύθερος αφού οι Κρητικοί αντάρτες κατέβαλλαν λύτρα του σε χρυσό.
Στις 2 Νοεμβρίου, ο Ταγματάρχης Κρίστοφερ Γούντχαους ήρθε σε επαφή με τους άνδρες του Ζέρβα στην περιοχή του Βάλτου, ενώ στις 14 Νοεμβρίου, η ομάδα του Ταγματάρχη Τζον Κουκ επανασυνδέθηκε με την κύρια ομάδα, με τις πληροφορίες που είχαν λάβει όταν είχαν έρθει σε επαφή με τον Άρη Βελουχιώτη. Ο Ταγματάρχης Γούντχαους επέστρεψε την ίδια ημέρα, με τον Ζέρβα και 45 άνδρες του. Από την αρχή, ο Ζέρβας ήταν ενθουσιώδης για την αποστολή, αλλά ο Βελουχιώτης σε μικρότερο βαθμό. Πιθανολογείται ότι θεώρησε ότι η ηγεσία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που βασίζονταν στην Αθήνα, ακόμα δεν εκτιμούσε τη σημασία και τις δυνατότητες του ένοπλου αγώνα στην ύπαιθρο, προτιμώντας να επικεντρωθούν αντ’ αυτού στις πόλεις. Στο τέλος, ο Βελουχιώτης, με δική του πρωτοβουλία, ερχόμενος σε αντίθεση με τις οδηγίες που έλαβε από το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), αποφάσισε να συμμετάσχει στην επιχείρηση.
Η δολιοφθορά και η μάχη
Η δύναμη που διατέθηκε για τη αποστολή αριθμούσε 150 άντρες: οι 12 της βρετανικής ομάδας, η οποία θα αποτελούσε το απόσπασμα καταστροφής της γέφυρας, 86 άνδρες του ΕΛΑΣ και 52 άνδρες του ΕΔΕΣ, οι οποίοι θα παρείχαν κάλυψη και θα εξουδετέρωναν τη φρουρά.
Σύμφωνα με το σχέδιο, η επίθεση ήταν να διεξαχθεί στις 23:00 στις 25 Νοεμβρίου. Δύο ομάδες των οκτώ ανταρτών θα έκοβαν τις γραμμές του σιδηροδρόμου και του τηλέφωνου και στις δύο κατευθύνσεις. Θα αναλάμβαναν επίσης την κάλυψη των προσεγγίσεων στην ίδια την γέφυρα, ενώ η κύρια δύναμη των υπόλοιπων ανταρτών θα εξουδετέρωνε τη φρουρά. Το απόσπασμα καταστροφής της γέφυρας, χωρίστηκε σε τρεις ομάδες και, περίμενε λίγο πιο πάνω στο ποτάμι, μέχρι να υποταχθεί η φρουρά. Στη συνέχεια θα τοποθετούσε τα εκρηκτικά.
Η επίθεση στα φυλάκια της φρουράς στα δύο άκρα της γέφυρας ξεκίνησε όπως είχε προγραμματιστεί, αλλά κράτησε για πολύ περισσότερο χρόνο από ότι είχε αρχικά προγραμματιστεί. Ο Αντισυνταγματάρχης Μάγιερς πήρε την ευθύνη για την αποστολή των ομάδων καταστροφής ενώ η μάχη ήταν ακόμα σε εξέλιξη. Η τοποθέτηση των εκρηκτικών καθυστέρησε. Οι κοιλοδοκοί που ήταν να καταστραφούν ήταν διαφορετικό σχήμα από ό, τι είχε αρχικά προβλεφθεί, αναγκάζοντας τους βρετανούς σκαπανείς να κόψουν το πλαστικό εκρηκτικό τους σε κομμάτια και στη συνέχεια να τα ανασχηματίσουν σε νέα μορφή ώστε να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αφού τοποθετήθηκαν και άναψαν τα φυτίλια, η πρώτη έκρηξη σημειώθηκε στις 01:30 (ξημερώματα της 26ης Νοεμβρίου) καταστρέφοντας σε μεγάλο βαθμό το κεντρικό στήριγμα επιφέροντας την κατάρρευση δύο εκτάσεων της γραμμής. Στη συνέχεια οι Βρετανικές ομάδες καταστροφών, έβαλαν νέα εκρηκτικά στο δεύτερο στήριγμα και στην υπόλοιπη έκταση, το οποία πυροδοτήθηκαν στις 02:21. Εν τω μεταξύ, ομάδες ανταρτών είχαν εμπλακεί με Ιταλικές ενισχύσεις έχοντας σταματήσει ένα τρένο με κατεύθυνση προς τη γέφυρα. Στις 04:30, ολόκληρη η δύναμη επίθεσης, η οποία είχε υποστεί ελάχιστες απώλειες (μόνο τέσσερις τραυματίες), είχε απεμπλακεί επιτυχώς και υποχώρησε στην περιοχή συγκέντρωσής της.
Ο απόηχος της αποστολής
Η αποστολή σαμποτάζ ήταν μια μεγάλη επιτυχία για το SOE (Special Operations Executive – Γ.Ε.Ε. Γραφείο Ειδικών Επιχειρήσεων), μιας και ήταν η μεγαλύτερη επιχείρηση που είχε εκτελέσει μέχρι τότε. Αν και ο πρωταρχικός στρατιωτικός στόχος της, που ήταν η διακοπή των προμηθειών για τα στρατεύματα του Στρατάρχη Ρόμελ (Rommel), είχε καταστεί άνευ αντικειμένου από τη νίκη των Συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν, έδειξε τη δυνατότητα του SOE για μεγάλες αντάρτικες ενέργειες έναντι στρατηγικών στόχων των Συμμάχων, ενθαρρύνοντας το SOE να ενισχύσει την ανάπτυξη κινημάτων αντίστασης και των επιχειρήσεών τους. Παρείχε επίσης μια σημαντική αναπτέρωση στο ηθικό της κατεχόμενης Ελλάδας. Στον απόηχό της, η ομάδα της «Επιχείρησης Χάρλινγκ» (Operation Harling) δεν αποσύρθηκε, όπως είχε αρχικά προβλεφθεί, αλλά της δόθηκε εντολή να παραμείνει στην Ελλάδα και να αποτελέσει τη Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή στην Ελλάδα.